Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐν ἀπολογίας ς

См. также в других словарях:

  • ἀπολογίας — ἀπολογίᾱς , ἀπολογία speech in defence fem acc pl ἀπολογίᾱς , ἀπολογία speech in defence fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • отъвѣщаниѥ — ОТЪВѢЩАНИ|Ѥ (3*), ˫А с. 1.Ответ: и многашьды ˫а всь д҃нь въпрошахѹ. и ѿвѣщани˫а ѿ нихъ не ѹлѹчиша. ПрЛ 1282, 121а. 2. Ответ на Страшном суде: се же при˫а. и овѣмъ прежнимъ трудникомъ и приставнико(м) бытью. овѣмъ же вчинитисѧ вторыми… или невѣдью …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • отъвѣщевати — ОТЪВѢЩЕВА|ТИ (33), Ю, ѤТЬ гл. 1.Говорить в ответ, отвечать: въпрашаше ѥго ѿкѹдѹ си сѹть хлѣби. онъ же ѿвѣщева. ˫ако вьчера принесени сѹть. ЖФП XII, 51г; и первѣѥ же всего потъщатисѧ подобаеть. о гл҃ѣ словесе. не безъ ѹчениѧ имѣти но въпрашати ѹбо …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • έγκλημα — Κάθε αδίκημα αντίθετο με τον νόμο, για το οποίο η πολιτεία προβλέπει την επιβολή ποινής. Η κοινή χρήση του όρου έ. είναι πολύ πιο περιορισμένη από τη νομική. Αναφέρεται, συνήθως, στις πολύ βαριές παραβάσεις των ηθικών αρχών ή των πολύ γνωστών… …   Dictionary of Greek

  • αμφορέας — Αγγείο με δύο λαβές (ή ώτα, γι’ αυτό ονομαζόταν και δίωτος ή δίωτος στάμνος) και σχήμα ωοειδές, λιγότερο ή περισσότερο μακρύ, από πηλό αλλά και από χαλκό, ασήμι, μάρμαρο, αλάβαστρο ή και γυαλί. Υπάρχουν α. που είναι πραγματικά έργα τέχνης. Άλλη… …   Dictionary of Greek

  • αυτοβιογραφία — Λογοτεχνικό είδος του πεζού γραπτού λόγου, στο κείμενο του οποίου ο συγγραφέας εξιστορεί την ίδια του τη ζωή. Διαφέρει από τη βιογραφία γιατί σε αυτήν ο συγγραφέας περιγράφει τη ζωή ενός άλλου προσώπου και όχι τη δική του. Η α. διαφέρει και από… …   Dictionary of Greek

  • δήμαρχος — Ο αιρετός άρχοντας του δήμου. Στην αρχαία Αθήνα οι δ. εκλέγονταν για έναν χρόνο και ήταν εξουσιοδοτημένοι να συγκαλούν τη συνέλευση των δημοτών και να φροντίζουν για την εκτέλεση των αποφάσεών της, να διαχειρίζονται τα χρήματα του δήμου, να… …   Dictionary of Greek

  • παρακατάβασις — άσεως, ή, Α [παρακαταβαίνω] (ως νομ. όρος στο αττ. δίκ.) η απάντηση εκ μέρους τού κατηγορουμένου στην αναίρεση τής απολογίας του εκ μέρους τού κατηγόρου, ανταπάντηση («προτέρων τε καὶ ὑστέρων λήξεις ἀποκρίσεών τε ἀνάγκας καὶ παρακαταβάσεων», Πλάτ …   Dictionary of Greek

  • προδιήγησις — ήσεως, ἡ, Α [προδιηγοῡμαι] προοίμιο, πρόλογος («προδιήγησις τῆς ἀπολογίας», Αισχίν.) …   Dictionary of Greek

  • Ανανίας — I Όνομα διαφόρων ιερωμένων και θεολόγων. 1. Αρχιεπίσκοπος Σιναίου (1661 70). Κατέφυγε στον πάπα της Ρώμης, όταν δεν κατάφερε να ανεξαρτητοποιηθεί από τον πατριάρχη Ιεροσολύμων στον οποίο υπαγόταν. Καθαιρέθηκε για τον λόγο αυτό το 1670. 2. Α. Α’.… …   Dictionary of Greek

  • Αντωνίνος o Ευσεβής — (Τίτος Αυρήλιος Φούλβος Βοϊόνιος Άριος Αντωνίνος, 86 – 161 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (138 161). Αναφέρεται στην ιστορία ως πιο πράος και ο πιο δίκαιος αυτοκράτορας της Ρώμης. Η σύγκλητος του απέδωσε για τις αρετές του τον τιμητικό τίτλο του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»